- χτένα
- η большой гребень; гребёнка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χτένα — η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν 1. το χτένι 2. μεγάλο χτένι 3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. τού αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] … Dictionary of Greek
χτένα — η μεγάλο χτένι για τακτοποίηση της κόμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέκω — και πείκω Α 1. κουρεύω ζώο 2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι κουρεύομαι 3. φρ. «χαίτην πέκομαι» χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pek t «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και… … Dictionary of Greek
τσατσάρα — η, Ν 1. χτένα με αραιά δόντια για το ξέμπλεγμα τών μαλλιών 2. μικρή χτένα τσέπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zazzara] … Dictionary of Greek
Полосатые кошачьи акулы — Научная классификация промежуточные ранги Домен: … Википедия
διαλυστήρα — ή και διαλυστήρι, το και διαλυστής, ο [διαλύω] 1. σκεύος ή χώρος όπου διαλύουμε κάτι 2. ο λάκκος ή η καρούτα μέσα στον οποίο σβήνουμε τον ασβέστη 3. χτένα, τσατσάρα … Dictionary of Greek
διαλύζω — χτενίζω τα μαλλιά με διαλυστήρι, με χτένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύω με επίδραση τών ρημ. γυαλίζω, χτενίζω] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κνήσμα — κνῆσμα, τὸ (AM) [κνω] μσν. ερεθισμός τού δέρματος, φαγούρα αρχ. 1. δάγκωμα 2. στον πληθ. τὰ κνήσματα ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα 3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» χτένα … Dictionary of Greek
κοσμοκόμης — κοσμοκόμης, ου, ὁ (Α) (για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο κόμης, κισσο κόμης] … Dictionary of Greek
κτένα — η (Μ κτένα) βλ. χτένα … Dictionary of Greek